Ταξίδια του νου και της ψυχής σ' έναν μαγικό κόσμο που λέγεται ζωή. ()

Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

Ο Μύθος της Αμυγδαλιάς






Πριν πολλά- πολλά χρόνια, ψηλά στη μαγευτική Θράκη, ζούσε μία όμορφη κόρη, η Φυλλίς. Ήταν μία πολύ ήσυχη κοπέλα, σοβαρή και μετρημένη αν και κάπως απόμακρη. Οι γονείς της ήταν πολύ περήφανοι γι' αυτήν και κάθε μέρα έφταναν μηνύματα από βασιλόπουλα όλων των περιοχών της Ελλάδος που ζητούσαν το χέρι της.

Η Φυλλίδα απολάμβανε την ηρεμία της μακρυά απ' τον κόσμο. Μπορούσες να την εντοπίσεις σε απόκρημνους γκρεμούς, ή κρυμμένη ανάμεσα στα λουλουδοστολισμένα ξέφωτα του δάσους. Πουθενά όμως δεν ήταν τόσο ευτυχισμένη όσο δίπλα στη θάλασσα. Γνήσια εγγονή του Ποσειδώνα καθώς ήταν, είτε έπαιζε με τα κύμματα, είτε μπαινόβγαινε στις σπηλιές που εκτείνονταν στην ακτή είτε έφτιαχνε αυτοσχέδιους βωμούς όπου πρόσφερε θυσίες στον παππού της και άλλες θεότητες της θάλασσας που συχνά την επισκέπτονταν στην παραλία και μιλούσαν ή τραγουδούσαν.

Τόση ήταν η αγάπη που της είχαν τα θαλάσσια πλάσματα, που στην αυλή του παλατιού έλεγαν πως ο ίδιος ο Ποσειδώνας προστάτευε την Φυλλίδα και πως όταν ερχόταν η ώρα, ο ίδιος ο Θεός θα έβρισκε έναν γαμπρό αντάξιο για την πολυαγαπημένη του εγγονή.

Μια μέρα, κι ενώ η Φυλλίς μάζευε κοχύλια στην παραλία, είδε να πλησιάζει ένα πλοίο. Μισοκρυμμένη καθώς ήταν ανάμεσα ανάμεσα σε τζιτζιφιές και αλμυρίκια, παρακολούθησε τους άνδρες να αποβιβάζονται στην ακτή. Στο πλοίο τους αναγνώρισε τη σημαία του Θησέα, παλιού φίλου του πατέρα της και μεγάλου ήρωα των Αθηνών. Παρ' όλα αυτά παρέμεινε στη θέση της και δεν εγκατέλειψε την κρυψώνα της παρά μόνο όταν κι ο τελευταίος άνδρας εξαφανίστηκε από μπροστά της.

Φτάνοντας στο παλάτι, είχε στηθεί μεγάλη γιορτή. Ο κόσμος επευφημούσε, καθώς τα νέα της νίκης του Τρωικού πολέμου έκαναν τον γύρο του βασιλείου. Τότε η Φυλλίδα, τον είδε. Έναν πανέμορφο νέο βγαλμένο μέσα από τις ιστορίες που ψιθύριζαν οι Νηρηίδες στην κούνια της όταν ήταν μικρή. Ο νέος, ο Δημοφώντας, γιος του Θησέα, της χαμογέλασε και τότε η Φυλλίς κατάλαβε πως τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο.

Από εκείνη την ημέρα και μετά, οι δύο νέοι ήταν αχώριστοι. Η Φυλλίς του έδειξε όλα τα αγαπημένα της μέρη όπου κάθονταν και συζητούσαν για ώρες ολόκληρες για το πώς ο Πολυμήχανος Οδυσσέας κατάφερε να ξεγελάσει τους Τρώες με τον Δούρειο Ίππο, ή το πόσο άδικα χάθηκαν ο Πάτροκλος και ο Αχιλλέας, ενώ η τύχη του Οδυσσέα αγνοούταν ακόμη.

Με αυτά και με όλα εκείνα, άρχισαν να γνωρίζονται και δεν άργησαν να ζητήσουν την άδεια από τον βασιλιά Σίθωνα, να παντρευτούν. Ο βασιλιάς βλέποντας την ευτυχία στα μάτια της κόρης του, δεν άργησε να δώσει τη συγκατάθεσή του και ο γάμος ήταν πλέον γεγονός.

Οι μοίρες όμως δεν ήταν με το μέρος των δύο νέων, καθώς λίγο πριν τον γάμο τoυς, έφτασε μήνυμα από την Αθήνα πως ο Θησέας χρειαζόταν άμεσα τον γιο του στο παλάτι. Η Φυλλίς δεν επέμεινε να τον κρατήσει, παρά τον άφησε να επιστρέψει ζητώντας του μονάχα να μην την ξεχάσει. Ο νέος ορκίστηκε ότι θα γυρνούσε πίσω στη Θράκη ώστε να παντρευτούν, και με αυτή την υπόσχεση την άφησε.

Τα χρόνια όμως περνούσαν κι ο Δημοφώντας δεν γυρνούσε. Κανείς δεν ήξερε τι απέγινε και όλοι στο παλάτι είχαν αρχίσει να λυπούνται την άμοιρη Φυλλίδα για το κακό που την βρήκε. Εκείνη, πλέον σπάνια γυρνούσε στο παλάτι, παρά καθόταν στην ακτή κάθε μέρα και κάθε νύχτα περιμένοντας την επιστροφή του αγαπημένου της. Κανείς δεν μπορούσε να τη συνεφέρει και κανείς δεν μπορούσε να την ξεκολλήσει από την ακτή ενώ κάθε μέρα μαράζωνε όλο και περισσότερο.

Ο Ποσεδώνας, που γνώριζε το δράμα της, τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε δέντρο. Ένα ξερό και μαραμένο κομμάτι ξύλου που στεκόταν στην ακτή και θα περίμενε παντοτινά την επιστροφή του επιπόλαιου Δημοφώντα.

Στο μεταξύ, τα πράγματα στην Αθήνα δεν ήταν καθόλου εύκολα. Ο Δημοφώντας δεν προλάβαινε να πάρει ανάσα. Το πώς περνούσε ο καιρός δεν μπορούσε να το καταλάβει. Ένα βράδυ, καθώς έπεφτε εξουθενωμένος στο κρεββάτι του, είδε στον ύπνο του την πολυαγαπημένη του Φυλλίδα να σκίζεται στη μέση από έναν κεραυνό, Ξύπνησε κατατρομαγμένος και μέσα στην άγρια νύχτα, μάζεψε το πλήρωμά του και ξεκίνησε για τη Θράκη να τη βρει.

Φτάνοντας, τον μήνα Γενάρη, βρήκε όλο το βασίλειο σε πένθος και έντρομος έτρεξε στο παλάτι για να βρει τον βασιλιά Σίθωνα ώστε να μάθει τι συμβαίνει. Ούτε που πρόσεξε το ξερό κομμάτι ξύλου που στεκόταν στην ακτή. Η υποδοχή του ήταν εντελώς διαφορετική απ' την προηγούμενη φορά που είχε βρεθεί στη Θράκη. Τώρα όλοι τον κοιτούσαν εχθρικά σαν να τον κατηγορούσαν για κάτι ενώ εκείνος ήθελε απλά να δει την Φυλλίδα και να τον διαβεβαιώσει πως είναι καλά και όλα αυτά ήταν απλοί φόβοι και εφιάλτες του. Εφιάλτες που έγιναν πραγματικότητα όταν μίλησε με τον πατέρα της.

"Εσύ σκότωσες το παιδί μου", του είπε ο Σίθωνας. Με τα πολλά, του εξήγησαν τι έγινε και έντρομος ο νέος κατέβηκε τρέχοντας μέχρι την ακτή για να αντικρύσει την αγαπημένη του. Μόλις είδε το ξερό αυτό δέντρο, το αγκάλιασε με όλη του την ψυχή ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του και της ζητούσε να τον συγχωρήσει. Παρακαλούσε τους θεούς να τη φέρουν πίσω, να κάνουν εκείνον δέντρο και να μείνει η Φυλλίδα ζωντανή. Τότε σαν από θαύμα, το δέντρο ζεστάθηκε, ίσιωσε και γέμισε λευκούς ανθούς. Η ψυχή της Φυλλίδας ήξερε πια πως ο αγαπημένος της είχε γυρίσει πίσω.

Οι θεοί δεν ξαναέκαναν άνθρωπο την Φυλλίδα, παρά παρέμεινε στην Ελλάδα ως το δέντρο που συμβολίζει την αιώνια ελπίδα, τη γνωστή σ' εμάς σήμερα ως Αμυγδαλιά, που ανθίζει κάθε χειμώνα στη μνήμη του αγαπημένου της Δημοφώντα που τελικά, έστω και μετά από τόσα χρόνια αψήφησε τον θάνατο και γύρισε σ' εκείνη.

Σημείωση: Δεν έχω βρει πολλές αναφορές για την Φυλλίδα πέρα από ορισμένες σελίδες ανθοπωλείων και την wikipedia οπότε συνέθεσα μία ιστορία που κρατούσε τις βασικές αρχές του μύθου, διανθισμένη όμως με δική μου φαντασία.

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Η ονομασία της Αθήνας μέσα από τα μάτια μου



Πριν από πολλά πολλά χρόνια, όταν χωριά και πόλεις δεν είχαν ακόμα ονόματα, έγινε μία ιστορική αναμέτρηση.

Δύο Θεοί, η Αθηνά και ο Ποσειδώνας, επισκέφθηκαν τον βασιλιά των Θεών (Δία) και του ζήτησαν την άδεια να γίνουν προστάτες μίας πόλης. Ως προστάτες της, θα την κρατούσαν ασφαλή από τους εχθρούς της, θα φρόντιζαν τους κατοίκους της και θα εξασφάλιζαν την ομαλή και ήρεμη πορεία της. Το μόνο που ζητούσαν ως αντάλλαγμα, ήταν να πάρει η πόλη το όνομά τους.

Ο Δίας άκουσε με προσοχή την πρόταση, τη σκέφτηκε και αποφάσισε ότι ήταν πολύ καλή ιδέα. Βέβαια, υπήρχε ένα πρόβλημα. Μόνο ένας από τους δύο Θεούς θα μπορούσε να πάρει τη συγκεκριμένη πόλη, Θα ήταν ανήκουστο δύο τόσο δυνατοί Θεοί να προστατεύουν την ίδια πόλη και εντελώς άδικο για τις υπόλοιπες. Έτσι, τους ζήτησε να το συζητήσουν μεταξύ τους και να τον ενημερώσουν για την τελική τους απόφαση.

Οι δύο Θεοί όμως, ήταν ανένδοτοι. Η πόλη αυτή μιλούσε μέσα στην καρδιά τους και αρνούνταν να την εγκαταλείψουν. Έτσι, πήγαν στον Δία και του είπαν

«Αυτή η πόλη είναι πανέμορφη. Κανένας από τους δυο μας δεν θέλει να την αφήσει.

Τότε ο Δίας, με όλη του τη σοφία, αποφάσισε:

«Θα πρέπει λοιπόν, να αποδείξετε την αγάπη σας γι’ αυτήν την πόλη».

Φώναξε τότε τον Ερμή και του είπε:

«Πήγαινε και μάζεψε όλους τους κατοίκους της πόλης. Πες τους, ότι οι Θεοί θα αγωνιστούν και όποιος νικήσει θα γίνει ο πολιούχος της πόλης τους. Ο βασιλιάς τους θα είναι κριτής του αγώνα και όλοι εμείς, Θεοί και άνθρωποι, θα είμαστε μάρτυρες της αναμέτρησης αυτής.»

Ο Ερμής έφυγε να εκτελέσει τη διαταγή του Δία, και τότε εκείνος στράφηκε προς τους δύο Θεούς και είπε:

«Θα έχετε και οι δύο το δικαίωμα να μιλήσετε στον κόσμο. Ακόμη, μπορείτε να τους δώσετε από ένα δώρο, αποκλειστικά για την πόλη τους κι εκείνοι θα αποφασίσουν για το ποιος θα είναι ο νικητής. Μην ξεχνάτε όμως πως, υπάρχουν κι άλλες πόλεις που μπορείτε να διεκδικήσετε.»

Οι δύο Θεοί συμφώνησαν και έφυγαν ώστε να προετοιμαστούν για τον αγώνα. Λίγο αργότερα, φόρεσαν τους λαμπρούς μανδύες τους και ξεκίνησαν για τον τόπο συνάντησης. Όλος ο κόσμος ήταν εκεί.

Τον λόγο πήρε ο Κέκροπας, ο βασιλιάς της πόλης, και τους είπε:

«Είναι μεγάλη μας τιμή μα και χαρά μας που αγαπάτε τόσο την πόλη μας. Θα θέλαμε να ξέρετε πως για εμάς δεν υπάρχει νικητής και ηττημένος και πως θα σας τιμούμε και δοξάζουμε και τους δύο ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Ας αρχίσει η αναμέτρηση.»

Μετά τα λόγια αυτά, οι δύο θεοί ορκίστηκαν να μην κρατήσουν κακία στην πόλη ή τους κατοίκους της σε περίπτωση ήττας και πήραν θέσεις. Ο Δίας ως δικαστής, ένευσε πως ο λόγος ήταν του Ποσειδώνα.

Εκείνος, χτύπησε την τρίαινά του πάνω στον βράχο και είπε:

«Με αυτήν εδώ την τρίαινα, δίνω στην πόλη σας το δώρο του νερού».

Τότε, κάτω από την τρίαινά του ξεπήδησε ένα ρυάκι αλμυρού νερού. Αστέρευτου, ατελείωτου. Γέμισε ο τόπος νερό. Και τότε πρόσθεσε:

«Αν με χρίσετε προστάτη σας και δώσετε στην πόλη σας το όνομά μου, Ποσειδώνια, το νερό δεν θα σας λείψει ποτέ».

Και σαν απόδειξη των λόγων του, κύματα περικύκλωσαν την πόλη, τεράστια και επιβλητικά. Ο Θεός είχε μιλήσει.

Ο Δίας τότε, ένευσε στην Αθηνά πως ήταν η σειρά της να μιλήσει. Εκείνη, χτύπησε το δόρυ της πάνω στον βράχο και μεμιάς, ξεπήδησε ένα δέντρο, η ελιά, γεμάτη καρπούς. Η Θεά τότε είπε:

"Αυτό είναι το δώρο μου στην πόλη σας. Ο καρπός του θα σας χορτάσει και θα σας γιατρέψει".

Σαν να είχε διαβάσει την επόμενη σκέψη της, η κουκουβάγια που μέχρι πρώτα στεκόταν ήρεμη στον ώμο της Θεάς, πέταξε και έκατσε πάνω σε ένα από τα κλαδιά της ελιάς. Η θεά πρόσθεσε:

«Τα μάτια της κουκουβάγιας μου, θα είναι τα μάτια μου που θα σας βλέπουν και θα σας προστατεύουν από κάθε κακό.»

Η κουκουβάγια παρέμεινε στο δέντρο, και η Αθηνά στράφηκε προς τον Κέκροπα, σημάδι ότι ο αγώνας είχε τελειώσει.

Εκείνος, ως κριτής, θα έπρεπε να αποφασίσει ποιος από τους δύο Θεούς θα στεφόταν νικητής. Μα η απόφαση ήταν δύσκολη και αφορούσε όλους τους κατοίκους της πόλης. Έτσι, στράφηκε και τους παρατήρησε όλους έναν προς έναν, τους υπηκόους του.

Φαίνονταν εκστασιασμένοι με τον αγώνα. Και τότε, το πρόσεξε. Τα κύματα που πλαισίωναν τον Ποσειδώνα δεν είχαν υποχωρήσει. Παρέμεναν το ίδιο μεγάλα και επιβλητικά. Το μέρος στο οποίο είχε χτυπήσει την τρίαινά του ήταν γεμάτο νερό που σχημάτιζε σχεδόν λίμνη. Το νερό ήταν όντως ατελείωτο. Από, την άλλη, το δέντρο της Θεάς παρέμενε στη θέση του, σταθερό και γεμάτο καρπούς, στεγάζοντας το έντονο βλέμμα της κουρνιασμένης κουκουβάγιας. Τους κοιτούσε θαρρείς και έβλεπε μέσα στην ψυχή τους.

Η απόφαση είχε ληφθεί. Ο Κέκροπας έδωσε την πόλη στην Αθηνά και τα κύματα αυτόματα υποχώρησαν. Ο βασιλιάς, παρατήρησε ανακούφιση στα βλέμματα των υπηκόων του και κατάλαβε πως η επιλογή του ήταν σωστή.

Ο Ποσειδώνας τότε αποχώρησε από την πόλη, της οποία προστάτιδα ήταν πλέον η Αθηνά και το όνομα εκείνης Αθήνα. Η πηγή του Ποσειδώνα παρέμεινε στην πόλη και αργότερα ονομάστηκε «Ερεχθηίδα θάλασσα», ενώ το δέντρο της Αθηνάς παρέμεινε στην πόλη για πολλά χρόνια ως υπόσχεση δόξας και ευτυχίας.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για την Αθηναϊκή προέλευση της ελιάς μιλούν ο Παυσανίας, ο Ηρόδοτος, ο Κλαύδιος Αιλιανός και ο Σοφοκλής.